- ἐξαφισταίμην
- ἐξαφίσταμαιpres opt mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξαφίστημι — ἐξαφίστημι (Α) [αφίστημι] 1. απομακρύνω, αφαιρώ («αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ἐξαπέστησαν τὰ ἀγαθὰ ἀφ ὑμῶν», ΠΔ) 2. στέλνω 3. αυξάνω 4. παθ. φεύγω, απομακρύνομαι («πρᾱξιν... ὁποίας ἐξαφισταίμην ἐγώ», Σοφ.) … Dictionary of Greek